- ὀδοντάγρας
- ὀδοντάγρᾱς , ὀδοντάγραforceps for drawing teethfem acc plὀδοντάγρᾱς , ὀδοντάγραforceps for drawing teethfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τανάλια — η, Ν 1. τεχνολ. εργαλείο χειρός, με δύο σκέλη, κατάλληλο κυρίως για εξαγωγή καί κοπή 2. ιατρ. κοινή ονομασία τής οδοντάγρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tanaglia] … Dictionary of Greek